αμμοδοχείο

αμμοδοχείο
το
η αμμοδόχη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… …   Dictionary of Greek

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • αμμοδόκη — η βλ. αμμοδοχείο …   Dictionary of Greek

  • αμμουδερός — ή, ό 1. (για έδαφος) αμμώδης 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό το αμμοδοχείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. τού πληθ. (άμουδες) τής λ. άμμος με κατάλ. ερός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”